- τερριέ
- το, Νάκλ. βλ. τεριέ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεριέ — και τερριέ, το, Ν άκλ. φυλή κυνηγετικών κυρίως σκύλων με μακριά και πλατιά αφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. terrier «σκυλί τής γης» (< λατ. terra «γη»)] … Dictionary of Greek